Εύη Ζορπίδου, "Mια φιλοσοφική αυτοβιογραφία ή νέος λόγος περί μεθόδου (Ι. Χριστοδούλου, "Φιλοσοφία είναι…")"




ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΥΠΡΟΥ
06/04/2023

Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον αγαπητό κ. Κλείτο Ιωαννίδη, Πρόεδρο της Φιλοσοφικής Εταιρείας Κύπρου, για το  βήμα και την ευκαιρία που μου έδωσε να μιλήσω σήμερα ενώπιόν σας, κυρίως όμως τον ίδιο τον συγγραφέα, καθηγητή Φιλοσοφίας και φίλο, Γιάννη Χριστοδούλου, που με εμπιστεύτηκε να παρουσιάσω σήμερα το βιβλίο του, με τίτλο «Φιλοσοφία είναι…».  Ελπίζω να σταθώ αντάξια των προσδοκιών τους. Το εγχείρημα, βέβαια, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, ειδικότερα όταν απευθύνεσαι σε ένα κοινό εξοικειωμένο με τη φιλοσοφική σκέψη και λόγο και, κυρίως,  όταν καλείσαι να παρουσιάσεις ένα βιβλίο φιλοσοφίας, πόσο μάλλον το βιβλίο φιλοσοφίας του Γιάννη.

Ο τίτλος της παρουσίασής μου είναι: «Γιάννη Χριστοδούλου, μια φιλοσοφική αυτοβιογραφία ή νέος λόγος περί μεθόδου». Διευκρινίζω: στην πραγματικότητα δεν θα παρουσιάσω το βιβλίο του Γιάννη, αλλά την αντίληψή μου γι’ αυτό. Θα επιχειρήσω, εν προκειμένω, να παρουσιάσω τις σκέψεις μου για τη σκέψη του ως δημιουργική νοήματος, αλλά ταυτόχρονα και την πράξη, το πώς εφαρμόζει δηλαδή όλα αυτά που γράφει στο βιβλίο του, στη ζωή του και στη διδασκαλία του, αφού ευτύχησα να τον γνωρίσω πρώτα  ως φίλο, εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά και ως δάσκαλο στη Σχολή του, τη Σχολή Ήρεμης Σκέψης, στη συνέχεια.

Η σύνδεση σκέψης και  πράξης, το πώς πράττει δηλαδή κανείς, δεν είναι αυτονόητη, αφού πολλοί δεν συνειδητοποιούν ότι σκέφτονται ή ότι αυτό που σκέφτηκαν χωρίς να το καταλάβουν οδήγησε σε μια πράξη ή σε μια κακή επιλογή.  Αντιθέτως, στην περίπτωση του Γιάννη, σκέψη και πράξη συνδέονται άρρηκτα, αφού δεν ισχύει ο διχασμός αυτός του εγώ. Μάλιστα, ο Γιάννης κατορθώνει το εξής εντυπωσιακό: να συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω  τη σκέψη και την όλη διαδικασία την ίδια στιγμή που σκέφτεται κάτι και, έτσι, πράττει αναλόγως.  

Σας εξομολογούμαι:  Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα διαβάζοντας το βιβλίο του είναι ότι ο τρόπος που γράφει είναι ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται, εκφράζεται, πράττει, διδάσκει. Δεν θα μπορούσε, επομένως, το βιβλίο αυτό να έχει γραφτεί από κάποιον άλλον, αφού φέρει τη σφραγίδα του. Εξάλλου, όπως ο ίδιος δηλώνει ρητά στο βιβλίο του - και στο οπισθόφυλλο - πρόκειται για τη φιλοσοφική του αυτοβιογραφία.  Τι σημαίνει, όμως, αυτό;

Φρόνιμο θα ήταν, στο σημείο αυτό, να διερευνήσουμε τη σημασία των λέξεων, αφού όπως λέει ο Επίκτητος «αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις». Η αυτοβιογραφία στη λογοτεχνία είναι, λοιπόν : το αφηγηματικό κείμενο που ως κύριο θέμα του έχει την εξιστόρηση της ζωής του ίδιου του συγγραφέα. Στο είδος αυτό , μάλιστα, ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Όμως, εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα λογοτεχνικό κείμενο – παρά την αισθητική διάσταση αυτού του πυκνού, όμορφου, μακροπερίοδου, φιλοσοφικού λόγου και ύφους.  Έχουμε, σίγουρα, ένα κείμενο στο οποίο μορφή, ύφος και περιεχόμενο γίνονται ένα. Και επιπλέον, το βιβλίο αυτό, όπως  κάθε αυτοβιογραφία, είναι μια ανασκαφή, με μια αναδρομική οπτική γωνία αφήγησης. Το ζητούμενο της ανασκαφής αυτής, το αντικείμενο της πραγμάτευσης είναι κανονικά, στην αυτοβιογραφία, το ίδιο το υποκείμενο και η ζωή του. Στο βιβλίο, βέβαια, αυτό ο Γιάννης δεν έχει ως στόχο την ανάδειξη του «εγώ του»  το αντικείμενο είναι  η ίδια η φιλοσοφία, η σκέψη του και κυρίως η φιλοσοφική του μέθοδος.   Φέρνει, λοιπόν, στο φως, με την ανασκαφή αυτή, όπως πολύ επιτυχημένα την ονομάζει,   τον τρόπο  διαμόρφωσης της σκέψης του,  έναν τρόπο σκέψης, φιλοσοφικής σκέψης, που διαμορφώθηκε μέσα από τα χρόνια, τα αναγνώσματα, τη μίμηση, τις αφομοιωμένες γνώσεις,  τις σπουδές, τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις διαδοχικές σκέψεις ενός  προκόπτοντος… που έγινε σταδιακά  δάσκαλος φιλοσοφίας, φιλόσοφος και συγγραφέας βιβλίων φιλοσοφίας.

Δεν πρόκειται, όμως, σε καμία περίπτωση,  για μια Ιστορία της Φιλοσοφίας ή για μια ιστορία της σκέψης του, γιατί τότε δεν θα αφορούσε το παρόν, στο οποίο πάντα προσανατολίζεται. Είναι ο δικός του ορισμός για τη φιλοσοφία, την οποία, όπως εξομολογείται ο ίδιος, τη «γνώρισε φιλοσοφώντας (και) για την ίδια».  Όπως διατείνεται και ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, «Μόνον τότε καταλαβαίνω τι είναι φιλοσοφία, όταν ζω ο ίδιος μέσα της, όταν δηλαδή φιλοσοφώ". Το βιβλίο του Γιάννη είναι ακριβώς αυτό: το πρωτότυπο βιβλίο ενός φιλοσόφου που γνώρισε τη φιλοσοφία, φιλοσοφώντας.

Πρόκειται, με άλλα λόγια,  για το φιλοσοφικό του αποτύπωμα, το ίχνος  ενός ανθρώπου που – όπως συμβαίνει και με τα   δακτυλικά αποτυπώματα που είναι μοναδικά για κάθε άτομο - ασκεί, με τον δικό του, ιδιαίτερο και πρωτότυπο τρόπο καθοριστική επίδραση στους αναγνώστες και τους μαθητές του, αλλά και άλλους, αφού το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο ή μάλλον σε κάθε άνθρωπο που θέλει να μάθει να σκέφτεται, αφού αναγνωρίσει πρώτα την άγνοιά του.

Όπως προανέφερα, ο τίτλος της παρουσίασής μου είναι: Γιάννη Χριστοδούλου, μια φιλοσοφική αυτοβιογραφία ή άλλος λόγος «περί μεθόδου». Ο υπότιτλος είναι αναμφίβολα γνώριμος.  Αναφέρομαι, βέβαια, στο γνωστό σε όλους μας   ΛΟΓΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ του Rene Descartes- Cartesius, που θεώρησε ως πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσε το «σκέφτομαι άρα υπάρχω»Top of Form και που κατάφερε  να στηρίξει τη φιλοσοφική σκέψη σε νέο και σταθερό έδαφος, απελευθερώνοντάς την από τη δεσποτεία της Εκκλησίας και λυτρώνοντάς τη από τις μεσαιωνικές προκαταλήψεις. Ο Ντεκάρτ χρειάστηκε ν’ αναζητήσει μια δική του μέθοδο και τη διατύπωσε σε σύντομους κανόνες, θέλοντας να αντικαταστήσει όλα όσα είχε διδαχθεί… με τις αλήθειες που θα τις παραδεχόταν μονάχα το δικό του λογικό.


Ο λόγος που επέλεξα αυτό τον υπότιτλο  είναι ο εξής: εδώ ο Γιάννης διατυπώνει, όπως και ο Ντεκάρτ,   τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, ένα νέο λόγο για τη μέθοδο στην οποία αφιερώνει και το βιβλίο του.  Bottom of Form

Συγκεκριμένα, επέλεξεστο βιβλίο του επιχειρεί να δώσει έναν ορισμό για το τι είναι φιλοσοφία και μιλά επισταμένως περί  μεθόδου. Αφιερώνει, μάλιστα, το βιβλίο του σ’ αυτή τη στοχαστική μέθοδο. Όπως παρατηρεί σχετικά: «η Φιλοσοφία διαχρονικά, και σήμερα, υπάρχει χωρίς κοινά αποδεκτό ορισμό, και, κυρίως, χωρίς σαφή και κοινά αποδεκτή μέθοδο μεταξύ των φιλοσόφων…. Αυτό την κατέστησε αφανή ως προς την ουσία της και δυσπρόσιτη…».

Και συνεχίζει: «  Κάθε  φιλόσοφος που σέβεται την κληρονομιά της Φιλοσοφίας που του παραχωρείται από αιώνες φιλοσοφικής σκέψης, δεν φιλοδοξεί τίποτε υψηλότερο από την κατάθεση της προσωπικής του συμβολής όχι τόσο σε επιμέρους φιλοσοφικές έρευνες όσο στην έρευνα γι’ αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για να δημιουργεί ως φιλόσοφος: τη φιλοσοφική πρόθεση. Στη φιλοσοφική προθετικότητα είναι αφιερωμένο το βιβλίο αυτό: σε ό,τι σηματοδοτεί τη Φιλοσοφία καθεαυτήν ως διακριτή στοχαστική ενέργεια, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που παίρνουν οι φιλοσοφικές σκέψεις. Η φιλοσοφική σκέψη επιβιώνει διαχρονικά σε αυτό που τη συνιστά ως εμμένουσα στοχαστική μέθοδο. Έτσι παίρνουν νόημα οι φιλοσοφικές ιδέες….».

Δυστυχώς, όπως παρατηρεί στα κεφάλαια με τίτλο: «Προθετικότητα στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας» και «Η διδασκαλία της Φιλοσοφίας υπό το πρίσμα της ιστορικότητας της φιλοσοφικής σκέψης» , πολλοί διδάσκουν όχι το πώς παρήχθησαν οι φιλοσοφικές ιδέες, αλλά τις φιλοσοφικές ιδέες και τις απαντήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς από τους φιλοσόφους μέσα από τα κείμενά τους πολλές φορές, μάλιστα, διαβάζουν επιλεκτικά ένα χωρίο από το κείμενο ενός φιλοσόφου, εξυπηρετώντας έτσι τις κατηγορίες - προκατασκευασμένα σχήματα στα οποία έχουν ήδη κατατάξει τους φιλοσόφους. Ακόμη χειρότερα, πολλές φορές διδάσκουν  ερήμην των φιλοσοφικών κειμένων και βασιζόμενοι σε Ιστορίες της Φιλοσοφίας.   Στην κλασική, όμως,  φιλοσοφία δεν μπορείς, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας στην Εισαγωγή του, να διαχωρίσεις τον τρόπο σκέψης από τον τρόπο που γράφουν οι φιλόσοφοι, όπως δεν μπορείς να φανταστείς τον Σωκράτη χωρίς τον διάλογο ή τον Μάρκο Αυρήλιο χωρίς την αυτοβιογραφία.

Στα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου παρουσιάζονται, επίσης,  οι διαστάσεις της φιλοσοφικής σκέψης, όλες σχεδόν οι  κατευθύνσεις προς τις οποίες μπορεί να κινηθεί ο φιλοσοφικός στοχασμός: Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται η κλασική Φιλοσοφία ως Φιλολογία και μια υπόσχεση μέλλοντος, το ύφος της Φιλοσοφίας στην Αρχαία Ελλάδα,  το παράδειγμα του Επίκτητου, του Σωκράτη και άλλων, η φιλοσοφία ως σοφία, η δια βίου φιλοσοφική γνώση σε αντιδιαστολή προς τη σύγχρονη δια βίου μάθηση, η κλασική Φιλοσοφία ως θεραπεία, η σκέψη ως θεωρία και πράξη, η πλάνη ως αρχή της φιλοσοφίας, η κλασική φιλοσοφία και η πραγματικότητα, η επιστημολογία της φιλοσοφικής σκέψης, η διδασκαλία της φιλοσοφίας, η διδακτική της Ηθικής – ακαδημαϊκής και φιλοσοφικής κ.ο.κ.

Σ’ ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του με τίτλο «Φιλοσοφική μαθητεία»,  είναι σαν να περιγράφει ακριβώς τον τρόπο που διδάσκει στη Σχολή του, αλλά φαντάζομαι και στους φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο, αφού τον διακρίνει, όπως είπαμε, μια συνέπεια λόγων - διδασκαλίας και έργων. Για να βρεθεί ο μαθητευόμενος, εξηγεί, σε μια φιλοσοφική κατάσταση θα πρέπει πρώτα να αντιληφθεί ότι η σκέψη για την αντίληψη δεν οδηγεί σε γνώση και ότι μόνο με τη φιλοσοφία θα οδηγηθεί σε άρση της πλάνης. Απαραίτητη, ασφαλώς, προϋπόθεση είναι να υπάρχει ο δάσκαλος - φιλόσοφος, ο οποίος θα τον οδηγήσει σταδιακά (δυνητικά) στο φιλοσοφείν. Στη συνέχεια, περιγράφει αναλυτικά τα στάδια και την επίπονη διαδικασία ως την «πλήρωση», όταν δηλαδή οι μαθητές - όσοι δεν λιποτακτήσουν στην πορεία - θα είναι σε θέση πλέον να σκέφτονται φιλοσοφικά, μέσα από τη μελέτη κειμένων και να εκφράζονται φιλοσοφικά. (Βεβαίως, η φιλοσοφική σκέψη για την αλήθεια δεν εξαντλείται στα κείμενα, αλλά αναφέρεται σε οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο γνώσης). Αυτό που βίωσα κι εγώ, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής στα μαθήματά μας,  είναι ότι η πιο μεγάλη δυσκολία είναι να εκριζώσουμε από μέσα μας την οίηση, την αλαζονεία που έχουμε της αυτόματης ορθής σκέψης για την αντίληψη. Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να ομολογήσω την ενοχή μου, αφού πολλές φορές πέφτω σε αυτή την παγίδα, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων μας. 

Στο βιβλίο του ο Γιάννης Χριστοδούλου διακρίνει τη μη φιλοσοφική γνώση από τη φιλοσοφική. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για ψευδο-γνώση, μια γνώση που προκύπτει από την «κοινή γλώσσα» ή καλύτερα είναι αυτοματισμός της σκέψης, σε αντιδιαστολή προς την κλασική φιλοσοφική σκέψη και γνώση. Σε ό,τι αφορά αυτή, η εξοικείωση με τη φιλοσοφική γλώσσα καλλιεργεί και τη βούληση για σκέψη και έτσι η κοινή γλώσσα και γνώση δεν είναι πλέον αρκετή. Δυστυχώς, όπως επισημαίνει, σήμερα η φιλοσοφία - με την επίδραση του λογικού θετικισμού, τη φιλοσοφία της κοινής γλώσσας, της αναλυτικής φιλοσοφίας κ.ο.κ - έχει απωλέσει τον παραδοσιακό της ρόλο, τη ζήτηση της γνώσης και της αλήθειας φιλοσοφικά - ως ιστορία της φιλοσοφίας και ως  μέθοδος αλήθειας.

Ήδη, στην Εισαγωγή του βιβλίου του κάνει τη διάκριση του κοινού νου και λόγου από τον φιλοσοφικό. Αυτή η φιλοσοφική γλώσσα και έκφραση διακρίνεται από αυτήν του κοινού νου που χρησιμοποιεί μια γλώσσα σε κοινή χρήση και, μάλιστα, αυτόματα. Ο κοινός νους και λόγος, λοιπόν, ως ανεξέταστος και ανεπεξέργαστος  μεταφέρει πλάνες, σε αντίθεση προς τον φιλοσοφικό που έχει ως στόχο την άρση της πλάνης. Εδώ ο συγγραφέας κάνει μία ακόμα διάκριση μεταξύ του φιλοσοφικού και επιστημονικού νου και λόγου. Ο δεύτερος έχει επιστημολογική αξία κυρίως για τους επιστήμονες, ενώ δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τους μη επιστήμονες, λόγω του μη προσιτού επιστημονικού κώδικα. Η κλασική φιλοσοφία, από την άλλη, ερμηνεύει την πραγματικότητα. Επομένως, μπορεί να αποφέρει οφέλη για τον άνθρωπο,  όπως ακριβώς και το βιβλίο αυτό.

Εναπόκειται σ’ εμάς να το διαβάσουμε αργά, με προσοχή, να προβληματιστούμε, να εθιστούμε στη φιλοσοφική σκέψη - έκφραση, αφού αυτά τα δύο είναι αξεχώριστα, να το απολαύσουμε φιλοσοφικά - για την αλήθεια του - αλλά και αισθητικά χάρη στη γλωσσική δεινότητα του συγγραφέα και την όμορφη γλώσσα που χρησιμοποιεί και, τέλος,  να εκτιμήσουμε τα οφέλη που μπορεί να μας προσφέρει: ένα βιβλίο θεραπευτικό, ένα εργαλείο για τον δάσκαλο, τον καθηγητή κάθε βαθμίδας, τον σκεπτόμενο άνθρωπο, τον εκκολαπτόμενο φιλόσοφο, τον άνθρωπο που θέλει να μαθαίνει και να αυτοβελτιώνεται δια βίου και  δεν αρκείται στην   κατάρτιση / επιμόρφωση που του προσφέρεται ή μάλλον του επιβάλλεται μόνο για πρακτικούς, επαγγελματικούς λόγους.

Απευθύνεται, επιπλέον, στον κάθε άνθρωπο που θέλει κάτι παραπάνω από απλές συνταγές, θέλει ένα τρόπο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της καθημερινότητας, να βάλει σε τάξη το περιεχόμενο των σκέψεών του που ενίοτε είναι κατακερματισμένες και  προκαλούν σύγχυση, κυρίως όμως σε αυτόν που θέλει να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του και να αποποιηθεί τις έτοιμες, προκατασκευασμένες απαντήσεις του κοινού, μη φιλοσοφικού νου.

Πολλές φορές,   τα πράγματα χάνονται μέσα από τη μυωπική μας ματιά, το ίδιο και οι έννοιες οι σημασίες και οι σκέψεις, ακόμα και ο ίδιος μας ο εαυτός, που καταντά ένας απλός παρατηρητής σκέψεων ατέρμονων, αντικρουόμενων, αδιέξοδων. Παραφράζοντας μια ρήση του Τσάτσου, θα λέγαμε ότι: όταν φουρτουνιασμένοι πλέουμε σε σκέψεις αλίμενες, τότε η φιλοσοφία μπορεί να λειτουργήσει ως πυξίδα και φάρος και μπορεί να μας προσφέρει ένα ασφαλές λιμάνι για ελλιμενισμό.  

Αυτό το βιβλίο μάς βοηθά να εξοικειωθούμε με τον φιλοσοφικό λόγο, να μάθουμε να εκφραζόμαστε, να στοχαζόμαστε και να μην αναμασάμε έτοιμες ιδέες, να μην προσκυνάμε δόγματα, να μη γινόμαστε μαριονέτες και υποχείρια της παθητικής, αυτόματης σκέψης. Αυτό το βιβλίο είναι ένας οδηγός για την κατάκτηση της προσωπικής μας ελευθερίας, ένας αντίλογος στις μεγάλες αφηγήσεις του καιρού μας, ένα κίνητρο για σκέψη και ενεργοποίηση της «μουδιασμένης» σκέψης μας, ένας οδηγός για το πώς να σκεφτόμαστε πάντα προς όφελος του βίου, αφού όπως λέμε και στη Σχολή μας: «Σκεφτόμαστε για να ζούμε, όχι το αντίστροφο»!

Επιπλέον, αναδεικνύει την ανάγκη να αντιπαραβάλουμε την ήρεμη σκέψη σε έναν κόσμο που ολοένα τρέχει και σκέφτεται αυτόματα και μηχανικά…

Μου θυμίζει ένα βιβλίο του Hermann Hesse, με τίτλο: "Δέντρα: Σκέψεις και Ποιήματα"

«… Ενώ τα δέντρα θροΐζουν το βράδυ, ενώ είμαστε ανήσυχοι μέσα στις δικές μας παιδαριώδεις σκέψεις: Τα δέντρα έχουν μακρές σκέψεις, μεγάλες και ξεκούραστες αναπνοές, όπως έχουν και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τις δικές μας. Όσο εμείς δεν τ ακούμε, παραμένουν σοφότερα από εμάς. Αλλά όταν μάθουμε πώς να ακούμε τα δέντρα, η στενότητα, η ταχύτητα και η παιδική βιασύνη των σκέψεών μας, θα αντικατασταθούν από ανείπωτη χαρά. Όποιος έχει μάθει πώς να ακούει τα δέντρα δεν θέλει πλέον να είναι ένα δέντρο. Δεν θέλει να είναι τίποτα εκτός από αυτό που είναι…».

Ισχυρίζομαι, εν τέλει,  ότι στο βιβλίο αυτό ο Γιάννης Χριστοδούλου, ώριμος πια φιλοσοφικά,  μας αποδεικνύει ότι έχει αφουγκραστεί  τις μεγάλες αναπνοές και σκέψεις των δέντρων και έχει  απαλλαγεί από τον τρόπο σκέψης, έκφρασης   άλλων φιλοσόφων - παρόλες τις παραπομπές που κάνει σε αρχαίους και σύγχρονους φιλοσόφους. Κυρίως, όμως, έχει απαλλαγεί από τις δικές του αμφιβολίες για την αξία του και αποδέχεται - αγκαλιάζει  τη διαφορετικότητά του και αυτό τον τόσο δημιουργικό, αυτόνομο, πρωτότυπο, επαναστατικό, αιφνιδιαστικό  τρόπο σκέψης του που, ταυτόχρονα, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, είναι γνήσια κλασικός. Τολμά, μάλιστα,  να μοιραστεί μαζί μας τα ευρήματα της ανασκαφής του.  Καλύτερα, όπως λέει και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος «αναδέχθηκε τον κίνδυνο να μην είναι τίποτε περισσότερο από τον εαυτό του», με ένα βιβλίο που φέρει τη σφραγίδα του.

Αυτό το βιβλίο είναι, κατά την άποψή μου, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με άλλους, με τον εαυτό του, με τις αμφιβολίες του. Στις σελίδες του συνδιαλέγεται με Στωικούς, αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, με σύγχρονους, κυρίως όμως με τις ιδέες ανάμεσα στα πράγματα και την ίδια του τη σκέψη, την αυθεντικά φιλοσοφική.  Συνδιαλέγεται με τους μαθητές του, κυρίως δε με τον εαυτό του. Παρακολουθεί βγαίνοντας εκτός εαυτού τα πράγματα, αλλά και την ίδια του τη σκέψη. Λογαριάζεται μαζί της, αντιπαλεύει, συμφιλιώνεται. Είναι, λοιπόν, αυτό το βιβλίο μια συμφιλίωση με τον εαυτό του, τη φύση του. Τώρα, στη νεότατη ωριμότητά του, σίγουρος, επιτέλους, για τον εαυτό του τολμά να μας φανερώσει τη μοναδικότητά του, ενώ ήδη άλλοι, οι καλοπροαίρετοι και σκεπτόμενοι,  την έχουν ήδη αντιληφθεί εδώ και καιρό.

Όλα τα αναγνώσματα, οι μελέτες, τα βιώματα, οι σκέψεις, οι ενορατικές συλλήψεις, τα συγγράμματα, οι ομιλίες, η διδασκαλία, όλα  οδήγησαν στο να γραφτεί αυτό το αυτοβιογραφικό φιλοσοφικό βιβλίο που είναι το επιστέγασμα της δράσης και της σκέψης του. Το βιβλίο αυτό - που είναι παράλληλα μια επιστολή - είναι συνάμα το τέλος. Σηματοδοτεί, όμως, και μια καινούρια αρχή για μας και για  κείνον, τον συντάκτη και αποδέχτη αυτής της μακροσκελούς επιστολής.  Αγαπητέ Γιάννη, εκ μέρους των φοιτητών της Σχολής μας, αλλά και όλων των φίλων και μαθητών σου, εκ μέρους του κάθε αποδέκτη αυτής της επιστολής και του κάθε αναγνώστη του βιβλίου σου, θα ήθελα να σου πω ότι τελικά αγαπάμε το βιβλίο σου, γιατί είσαι εσύ!


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ακόμα του Πολυτεχνείου μια επέτειος... (14 Νοεμβρίου 2014 … 17 Νοεμβρίου 2021)