Francois Poulain de la Barre, "Για την ισότητα των δύο φύλων"

Πρόκειται για σημαντικό και δυσεύρετο κείμενο. Επιμελήθηκα τη - δίγλωσση  - έκδοσή του στα ελληνικά το 1998. Εκδόθηκε το 1673, και έχει τίτλο «Για την ισότητα των δύο φύλων». Το έγραψε κάποιος νεαρός Γάλλος, μόλις στα εικοσιπέντε του χρόνια. Είναι το πρώτο κείμενο που γράφτηκε για το θέμα αυτό, το άλλοτε σημαντικό και άλλοτε ασήμαντο, ανάλογα με την εποχή. 

Ο Francois Poulain de la Barre, ο συγγραφέας του βιβλίου, γεννήθηκε το 1647, τρία χρόνια πριν πεθάνει ο Descartes. Στα εικοσιπέντε του χρόνια, κιόλας, είχε αφομοιώσει το πνεύμα του ορθού λόγου και πέρασε στην πράξη. Σα να συνόψιζε ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο του καρτεσιανού Λόγου περί της μεθόδου, γράφει πως η καλύτερη στιγμή, για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν μια στέρεη γνώση, “είναι να αμφιβάλλουν αν τους δίδαξαν σωστά, και να θελήσουν να ανακαλύψουν μόνοι τους την αλήθεια.” Οι ποιότητες που πρέπει να διακρίνουν τη γνώση, είναι η σαφήνεια και η ευκρίνεια. Για να επαληθεύσει και να δικαιώσει την καινούργια μέθοδο, ο De la Barre θέλησε να την εφαρμόσει σε ένα θέμα “καθορισμένο και διακεκριμένο, στο οποίο καθένας θα βρει ενδιαφέρον.” Η προκατάληψη, την οποία επέλεξε να αποκαλύψει, είναι “εκείνη που έχουμε γενικά για την ανισότητα των δύο φύλων”.

Ο άξονας που συνέχει την ανάλυσή του, που στηρίζει το οικοδόμημα της υπεράσπισης της γυναίκας, βρίσκεται στο μέσον του κειμένου: “Ο Θεός συνέδεσε το πνεύμα με το σώμα της γυναίκας, όπως μ’ εκείνο του άντρα, και το συνέδεσε με τους ίδιους νόμους. Είναι τα αισθήματα, τα πάθη και οι επιθυμίες, που συνιστούν και συντηρούν αυτή την ένωση, και, καθώς το πνεύμα δεν ενεργεί αλλιώς στο ένα φύλο, απ’ ό,τι στο άλλο, είναι σ’ αυτά εξίσου ικανό για τα ίδια πράγματα.” Και, πιο συγκεκριμένα: “οι ιδέες των φυσικών πραγμάτων είναι αναγκαίες, και σχηματίζονται πάντα μέσα μας με τον ίδιο τρόπο. Τις είχε ο Αδάμ, όπως τις έχουμε κι εμείς.  Τις έχουν τα παιδιά, όπως οι ηλικιωμένοι, και οι γυναίκες, όπως οι άντρες. Και αυτές οι ιδέες ανανεώνονται, ενισχύονται και συντηρούνται με τη συνεχή χρήση των αισθήσεων. Το πνεύμα ενεργεί πάντα. ...”.

Το πνεύμα, λοιπόν, «κατοικεί» και στα δυο φύλα. Και η γνώση είναι ό,τι πιο προνομιακό μπορεί να επιθυμήσει το πλάσμα που διαθέτει πνεύμα. Για τον Poulain de la Barre, μάλιστα, “μία επιστήμη υπάρχει στον κόσμο, που είναι εκείνη του εαυτού μας, και ... όλες οι άλλες είναι μόνο ειδικές εφαρμογές της”. Να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του, είναι καθοριστική προϋπόθεση για να πράττει με πεποίθηση το καθήκον του, και η ευτυχία εξασφαλίζεται όταν κάνει κανείς πράξη την αρετή με επίγνωση. Αφού, “η αιτία που τόσο λίγοι άνθρωποι έχουν επιθυμία και αγάπη για την αληθινή αρετή, είναι ότι δεν τη γνωρίζουν, και, καθώς δεν της δίνουν καθόλου προσοχή όταν την κάνουν πράξη, δεν αισθάνονται καθόλου την ικανοποίηση που προκαλεί, και που αποτελεί την ευτυχία...” Τη σταθερότητα στην ευτυχία εξασφαλίζουν οι σαφείς και ευκρινείς γνώσεις, δηλαδή η γνώση της αλήθειας. Απαραίτητη, για την κατάκτηση των αληθινών ιδεών, είναι η μόρφωση. Και, επειδή “τα δύο φύλα είναι ικανά για την ίδια ευτυχία, έχουν το ίδιο δικαίωμα σε όλα όσα βοηθούν να την αποκτήσουμε.” Η μόρφωση, δηλαδή, “είναι εξίσου απαραίτητη με την ευτυχία και την αρετή΄ αφού, χωρίς αυτή, δεν μπορούμε να κατέχουμε τέλεια ούτε τη μία ούτε την άλλη.”

Όμως, όπως παρατηρεί ο Γάλλος συγγραφέας, οι δάσκαλοι του καιρού του “δεν λένε στα παιδιά λέξη για τα φύλα. Υποθέτουν πως τα γνωρίζουν αρκετά, και απέχουν πολύ απ’ το να εξετάσουν την ικανότητα και την πραγματική και φυσική τους διαφορά, πράγμα που είναι ζήτημα από τα πιο περίεργα, και μπορεί, επίσης, γράφει, να είναι από τα πιο σημαντικά της Φυσικής και της Ηθικής.”

Τέσσερα χρόνια αφότου εκδόθηκε το βιβλίο του Francois Poulain de la Barre, ένας σημαντικός φιλόσοφος, το 1677, δείχνει πως επείγεται να κλείσει ένα ζήτημα. Τον πιέζει, βέβαια, ο θάνατος: “Όμως αρκετά γι’ αυτό το θέμα”. Είναι η τελευταία φράση, που φαίνεται να άφησε στο χαρτί ο Baruch de Spinoza, ολοκληρώνοντας τη σκέψη μίας, όλο κι όλο, σελίδας΄ την τέταρτη παράγραφο του ενδέκατου κεφαλαίου της Πολιτικής του Πραγματείας. Τρεις σελίδες, μόλις, πρόλαβε να γράψει στο σημαντικότερο κεφάλαιο, εκείνο για τη δημοκρατία. Και τη μία, την τελευταία του, αναπάντεχα, την αφιερώνει σε ένα πιθανό ερώτημα: “Ίσως κάποιος να ρωτήσει: οι γυναίκες βρίσκονται φύσει ή νόμω κάτω από την εξουσία των ανδρών;”.

Στέκομαι σε αυτό το κείμενο, γιατί είναι δείγμα της αντίληψης για την ανισότητα των φύλων. Ο Σπινόζα, “επικαλούμενος την εμπειρία”, θέλησε να αποδείξει ότι “η γυναίκα δεν είναι από τη φύση ίση με τον άνδρα”, και ότι, επίσης, “είναι αδύνατο τα δύο φύλα να κυβερνούν εξίσου, και, ακόμη λιγότερο, οι άνδρες να κυβερνώνται από τις γυναίκες”. Στηρίζει, παραδόξως, το συμπέρασμά του ως εξής: “αν οι γυναίκες ήταν από τη φύση ίσες με τους άνδρες, αν είχαν στον ίδιο βαθμό τη δύναμη της ψυχής, και τις ποιότητες του πνεύματος, που είναι, στο ανθρώπινο είδος, τα στοιχεία της δύναμης και, επομένως, του δικαίου, σίγουρα, ανάμεσα σε τόσα διαφορετικά έθνη, δεν θα μπορούσε να μη βρεθούν μερικά, όπου τα δύο φύλα να κυβερνούν εξίσου, και άλλα, όπου οι άνδρες θα κυβερνιούνταν από τις γυναίκες, και θα έπαιρναν μια εκπαίδευση ικανή να περιορίσει τις δικές τους ποιότητες του πνεύματος”.

Ο Poulain de la Barre, για το θέμα της εξουσίας, παραπέμπει στους νομομαθείς, οι οποίοι “βάζουν τις γυναίκες κάτω από την εξουσία των συζύγων τους, όπως τα παιδιά κάτω από εκείνη των πατέρων τους, και λένε πως η φύση προσδιόρισε γι’ αυτές τους πιο μικρούς ρόλους στην κοινωνία, και τις απομάκρυνε από τη δημόσια εξουσία.” Άλλωστε, “πρέπει να λάβουμε υπόψη πως αυτοί που έκαναν ή συγκέντρωσαν τους νόμους, επειδή ήταν άνδρες, ευνόησαν το φύλο τους, όπως θα είχαν κάνει ίσως οι γυναίκες, αν είχαν βρεθεί στη θέση τους΄”. Αν, όμως, “επέμεναν να υποστηρίζουν πως οι γυναίκες είναι φύσει εξαρτημένες από τους άνδρες, θα τους πολεμούσαμε με τις ίδιες τους τις αρχές, αφού θα αναγνώριζαν μόνοι τους πως η εξάρτηση και η δουλεία είναι αντίθετες στην τάξη της φύσης, που κάνει όλους τους ανθρώπους ίσους.”

Ένα άλλο σημείο, στο οποίο είναι χαρακτηριστική η διαφορά ανάμεσα στους δύο συγγραφείς, είναι εκείνο της απήχησης της γυναικείας πνευματικότητας. Ο Spinoza γράφει: “τις περισσότερες φορές, η αγάπη των ανδρών για τις γυναίκες δεν έχει άλλη πηγή, εκτός από τη σαρκική επιθυμία, ... δεν εκτιμούν σε αυτές τα προσόντα του πνεύματος και τη σοφία, παρά μόνο όταν είναι όμορφες...”. Ο De la Barre, όμως, έχει αποφανθεί πως “...τις λιγότερο ωραίες γυναίκες τις βλέπουμε πάντα με καλό μάτι, όταν είναι πνευματώδεις,” αφού “τα προτερήματα του πνεύματος, που καλλιεργήθηκαν με τη μελέτη, θα τους έδιναν τη δυνατότητα να αναπληρώσουν σε μεγάλο βαθμό, αυτό που η φύση ή η τύχη θα τους είχε αρνηθεί.”

Το δίχως άλλο, αν ο Spinoza είχε αναγνωρίσει στο γυναικείο πνεύμα τη δύναμη να βαρύνει στη συνείδηση των ανδρών, θα ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο οι γυναίκες να πάρουν κάποτε την εξουσία. Ο De la Barre, άλλωστε, έπαιρνε ως δεδομένο ότι “οι πολιτικές λειτουργίες εξαρτώνται από το πνεύμα”, και αξίωνε πως η αναβάθμιση της μόρφωσης των γυναικών, θα τις κάνει ικανές να διεκδικήσουν πολιτικά αξιώματα.

Στις μέρες μας, η γυναίκα βλέπει την πολιτική της υπόσταση ανεξάρτητα από εκείνη του άνδρα. Εκπαιδεύεται ισότιμα μ’ εκείνον και διεκδικεί το ίδιο, και περισσότερο δυναμικά, τη θέση της στους χώρους εργασίας. Βρίσκει πλευρές από τον εαυτό της που δεν γνώριζε σε άλλες εποχές. Ανακαλύπτει καινούργια όρια στις δυνατότητές της, ξετυλίγει μια ζωή άσχετα από το βιολογικό της ρόλο στην αναπαραγωγή, από την υπόστασή της του ξενιστή καινούργιων ανθρώπινων πλασμάτων. Το ερωτικό της ένστικτο συνυπάρχει και συμβιώνει με τις υπόλοιπες δραστηριότητές της. Το σημαντικότερο: εκλεπτύνεται και αποκτά μεγαλύτερες αξιώσεις, από τον εαυτό του και από το αντικείμενό του, το αρσενικό στοιχείο.

Αν, ακόμα, ο De la Barre έχει, έστω και μερικώς, δίκαιο, όταν μιλά για τις αδυναμίες που, σε κάποιο βαθμό, χαρακτηρίζουν τον άνδρα, για τη δυσκαμψία δηλαδή στους τρόπους και το λόγο, για το έλλειμμα σταθερότητας και ειλικρίνειας, για τη ροπή στην παραφορά, τότε το διάστημα που πρέπει να διανύσουν οι άνδρες, για να συναντήσουν την επιθυμία του άλλου φύλου, θα μεγαλώνει διαρκώς, όσο δεν κατανοούν το καινούργιο, αναβαθμισμένο πρίσμα, με το οποίο οι γυναίκες αντικρίζουν τη ζωή και τον εαυτό τους.

Το κείμενο του De la Barre, ο αθώος, απροκατάληπτος και καθαρός στοχασμός του, μπορεί να αποσπάσει όλα τα εύσημα ενός προφητικού λόγου. Με το κείμενο αυτό ως αφορμή, οι σκέψεις που θα μπορούσαν να κάνουν, γυναίκες και άνδρες, οι πρώτες για τη δύναμή τους, και οι δεύτεροι για τις αδυναμίες τους, μπορεί να φέρουν τα δύο φύλα μπρος στην ευθύνη που, για το καθένα, καθόρισε η φύση, για να μπορέσουν να συναντηθούν και να επικοινωνήσουν: οι άντρες επιφορτίστηκαν να εμπνέουν σεβασμό, και οι γυναίκες αγάπη...

                                                                                                 Δρ Ι.Σ. Χριστοδούλου 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εύη Ζορπίδου, "Mια φιλοσοφική αυτοβιογραφία ή νέος λόγος περί μεθόδου (Ι. Χριστοδούλου, "Φιλοσοφία είναι…")"

Ακόμα του Πολυτεχνείου μια επέτειος... (14 Νοεμβρίου 2014 … 17 Νοεμβρίου 2021)