Ο εμφύλιος των φύλων


Γνωρίζουμε λίγα για τα φύλα. Ανέκαθεν. Όσα επιστημονικά, μεταφυσικά ή απλώς στοχαστικά διατυπώθηκαν κατά καιρούς για τα φύλα, στο επίπεδο της διάγνωσης ιδιαίτερων  χαρακτηριστικών του κάθε φύλου, επιβεβαιώνουν απλώς την άγνοιά μας. Παντοειδείς ιδέες, μεταφυσικές όπως είπα, περί της ουσίας δηλαδή των φύλων, βιολογίζουσες και  κοινωνιολογίζουσες, επιστημονικές υποτίθεται, πολιτικοειδείς, αφοριστικές ως καθημερινής χρήσης ιδέες, συσκοτίζουν, μάλλον, παρά φωτίζουν τη σκέψη για τα δύο φύλα. Μάλιστα, στο στάδιο που βρισκόμαστε σήμερα, του ανθρώπινου πολιτισμού εννοώ, η γνώση για τα φύλα μοιάζει ισχνότερη από κάθε άλλη, δεδομένης της ανάπτυξης των επιστημών και της σκέψης. Εικασίες γίνονται, υποθέσεις βάσιμες υπάρχουν, αλλά όχι αρκετά βάσιμες, για να γίνουν βεβαιότητες, και μάλιστα αυτονόητες και κοινώς αποδεκτές.
Την αμηχανία για το ζήτημα, δείχνει η ανάγκη να διαχωρίζουμε ακόμα τα φύλα, στη βάση της απόστασης που, υποτίθεται, ακόμα τα χωρίζει, σε διαπροσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Σε ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο, για παράδειγμα, οι γυναίκες αναμένεται, ακόμα, να κατοχυρώσουν μια θέση, υποτίθεται, μη κερδισμένη. Σε διαπροσωπικό επίπεδο, από την άλλη, αναμένεται οι άνδρες να καταλάβουν γιατί οι γυναίκες, ως εκ του φύλου, του ρόλου, της διαφοράς τους τέλος πάντων, έχουν προβάδισμα στις αποφάσεις των δικαστηρίων, όταν αυτά αποφασίζουν για το μοίρασμα της οικογένειας σ’ ένα διαζύγιο.
Πώς συμβαίνει φυσικά αυτό, είναι άξιο απορίας. Να επιβεβαιώνεται στον καθορισμό των διαπροσωπικών σχέσεων και στο οικογενειακό δίκαιο ότι η γυναίκα ανήκει στην εστία (ή της ανήκει η εστία), και να επιδιώκεται, στον κοινωνικό στίβο, να εμπεδωθεί, στη συνείδηση των ανδρών βεβαίως, ότι η γυναίκα αξίζει εξίσου θέσεις εκτός της εστίας. Εκτόπισμα και εκτοπισμός, εδώ, είναι έννοιες που χρειάζεται να πάρουν περιεχόμενο, και να σκεφτούμε ποιο φύλο έχει τελικά εκτόπισμα, και ποιο εκτοπίζεται.
Αυτό, βεβαίως, όταν και όσο σκεφτόμαστε με όρους φύλου και διαφοράς των φύλων. Γιατί, κάλλιστα, μπορεί να μην επιλέξουμε αυτό τον τρόπο. Το ότι ακόμα, φυσικά, το κάνουμε έχει σημασία. Φιλοσοφικά, ωστόσο, και δεδομένων των παραδόξων που προανέφερα, αλλά και της σχετικοποιημένης και σχετικοποιητικής γνώσης για τα φύλα,  οφείλουμε να διερωτηθούμε: είναι η διαφορά του φύλου κρίσιμη για το ανθρώπινο ον καθεαυτό; Διαφέρουν δηλαδή οι άνθρωποι όντως μεταξύ τους, ως άνδρες και γυναίκες; Αξίζει να σκεφτόμαστε το θέμα; Μήπως οι οιονεί διαφορές, που οπωσδήποτε διαπιστώνουν στοχαστές και κοινωνιολόγοι κατά καιρούς, δεν είναι διαφορές αλλά κοινά χαρακτηριστικά των φύλων, ανθρώπινα δηλαδή, τα οποία τονίζουμε στους άνδρες και τις γυναίκες κατά περίπτωση, ανάλογα με αυτά που θέλουμε να εξαγάγουμε ως συμπεράσματα κάθε φορά, είτε για τους άνδρες είτε για τις γυναίκες;
Είναι η βιολογική ταυτότητα, εν προκειμένω, σημαντικός διαφοροποιητικός παράγοντας ή αποτελεί μια δευτερεύουσα ιδιότητα, της οποίας προέχει η διανοητική ταυτότητα που διαμορφώνουν άνδρες και γυναίκες με τις ίδιες ευκαιρίες, ως άνθρωποι που ζουν και αλληλεπιδρούν, στη διάρκεια της ζωής τους; Σκέφτεται κανείς με το φύλο του ή το φύλο σκέφτεται με το νου που καθένας διαθέτει; 
Εναρκτικά, πρέπει να τονίσω, τα ζητήματα που αφορούν στα φύλα δεν κλείνουν, και δεν θα κλείσουν, επειδή, όπως κάθε δυσδιάγνωστο ζήτημα στην ιστορία του ανθρώπου και του πολιτισμού του, το πρόβλημα της διάκρισης των φύλων είναι πρόβλημα που ανανεώνεται καθώς ανανεώνονται οι γενεές. Κάθε γενιά θέτει εκ νέου τα ζητήματα αυτά, επειδή σε κάθε γενιά τίθενται τα ζητήματα εκ νέου. Δεν μπορεί, εν προκειμένω, να θεωρηθεί ότι διευκρινίστηκε το ζήτημα του διαχωρισμού των φύλων κάποια στιγμή στην ιστορία, όπως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιμετωπίζει καλύτερα ο άνθρωπος σήμερα τις καιρικές συνθήκες ή τους σεισμούς, επειδή, έστω, έχει καλύτερη άποψη γι’ αυτά.
Έρχεται και η Φιλοσοφία, επομένως, προ των ερωτημάτων για τη διάκριση των φύλων και προ της ευθύνης της. Οι κατευθύνσεις είναι δύο, όπως σε όλα τα ζητήματα που αφορούν στη φιλοσοφική έρευνα της ουσίας. Μπορεί κανείς να μιλήσει για την ουσία των φύλων, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους δηλαδή, και, ενδεχομένως, τις ουσιώδεις διαφορές τους, και να αποφανθεί ενδεχομένως ότι είναι περισσότερο διαφορετικά ή απόλυτα όμοια; Ή ένας τέτοιος στοχασμός είναι άκυρος, επειδή δεν παράγει συμπεράσματα μετρήσιμα, διασταυρώσιμα και επαληθεύσιμα; Ποιος μπορεί να παραγάγει τέτοια συμπεράσματα; Η κοινωνιολογία; Η ιατρική; Η βιολογία;
Εμείς επιλέγουμε να μιλήσουμε φιλοσοφικά για το ζήτημα των φύλων. Με μια αρχή κατά νου. Ότι η μεταφυσική – φιλοσοφική σκέψη, η σκέψη δηλαδή που μόνο η φιλοσοφία μπορεί να κάνει, παράγει εξηγητικές ή επεξηγηματικές της εμπειρίας αρχές, οι οποίες μπορεί να υπόκεινται σε επαλήθευση ή διάψευση, κατά περίπτωση, στην εμπειρία, μπορεί επίσης να αντικρούονται στη θεωρία από άλλες, παρόμοιες αρχές, μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαλόγου του φιλοσόφου με άλλους θεωρητικούς και επιστήμονες, αλλά δεν εξαρτάται η αξία τους από αυτές τις διαδικασίες δοκιμής της φιλοσοφικής θεωρίας.
Αυτό ισχύει για την αρχή που θέσαμε σήμερα ως θέμα της εκδήλωσής μας αλλά και για κάθε άλλη. Μπορεί η αρχή αυτή να εξηγεί ένα μέρος της πραγματικότητας, κάποιες περιπτώσεις. Μπορεί να είναι εντελώς εσφαλμένη. Μπορεί ωστόσο, από την άλλη, να απηχεί την καρδιά της πραγματικότητας των φύλων. Η αξία της, σε κάθε περίπτωση, έγκειται στο ότι αποτελεί αφορμή για σκέψη και προβληματισμό, ο οποίος είναι καθεαυτόν αξιόλογη υπόθεση. Γιατί η μεγαλύτερη και πιο ασφαλής αλήθεια, για τον άνθρωπο, είναι ότι σκέφτεται όταν σκέφτεται φιλοσοφικά, άσχετα από το περιεχόμενο που μπορεί να πάρει ο στοχασμός αυτός, κι από το αν, τελικά, μένει κανείς με την εντύπωση ότι έμαθε ή βρήκε την αλήθεια, κάτι που, φυσικά, έχει τη δική του ιδιαίτερη σημασία.
Έτσι σκεφτόμαστε το θέμα της αποψινής εκδήλωσης. Αυτό θα κάνω στη συνέχεια, εξηγώντας, σιγά σιγά το σκεπτικό της διατύπωσής του. Κάποτε, όταν οι άνδρες αναφέρονται στις γυναίκες, και διαπιστώνουν χαρακτηριστικά τους, ή όταν οι ίδιες οι γυναίκες αναφέρονται στον εαυτό τους, μοιάζουν, οι γυναίκες, να θεωρούνται υπεύθυνες για το φύλο τους. Δεν αναφερόμαστε στα χαρακτηριστικά αυτά, τα όποια, ως αυτονόητα χαρακτηριστικά του θηλυκού. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι μια γυναίκα ντύνεται μ' έναν ορισμένο τρόπο, ορίζεται ως προκλητικό ντύσιμο, ακόμα και από γυναίκες, αλλά δεν αναγνωρίζεται ως δικαίωμα στη γυναικεία φύση. Το γεγονός ότι δεν το κάνουν όλες, δεν ακυρώνει εν προκειμένω τη σκέψη για τη φύση, καθώς, και εκείνες που δεν το κάνουν μπορούν να καταλάβουν γιατί γίνεται.
Η γυναίκα, λοιπόν, δεν επιλέγει το φύλο της και τις χαρακτηριστικές του συμπεριφορές, όπως φυσικά ούτε ο άνδρας. Κι είναι παραγωγικό, νομίζω, να σκεφτούμε εδώ στην κατεύθυνση της καλύτερης δυνατής αναφοράς και περιγραφής των χαρακτηριστικών των φύλων, χωρίς την αξιολογική διάσταση που μπορεί να δώσει μια στερητική ηθικιστική σκέψη, η οποία καθίσταται όργανο καταπίεσης των φύλων, και μάλιστα του γυναικείου. Όσο όμως, συνεχίζω, κι αν η γυναίκα δεν επιλέγει το φύλο της, επιλέγει τον εαυτό της. Οι γυναίκες θέλουν να είναι γυναίκες, όσο κι αν κάποτε αμφιβάλλουν, εξαιτίας της ευθύνης που αισθάνονται να βαραίνει το φύλο τους γι' αυτό που είναι, και διερωτώνται αν θα ήταν καλύτερα να είναι άνδρες. Η έννοια του "επιλέγω", πάντως, έχει αυτή ως πρώτη σημασία, και δεν είναι καθόλου αδιάφορη.
Έχει, όμως, και μια δεύτερη σημασία, η οποία αφορά στη σχέση της γυναίκας με το άλλο φύλο. Η ερωτική επιθυμία ανάμεσα στα φύλα, σημαίνει την ανάγκη του ενός για το άλλο. Είναι εξίσου η ανάγκη αυτή; Θέλει το ίδιο μια γυναίκα έναν άνδρα, όπως ένας άνδρας μια γυναίκα; Τι θέση έχει το φύλο εδώ, στην επιθυμία αυτή θέλω να πω; Πρόκειται, το δίχως άλλο, για εγωιστική επιθυμία, από την πλευρά και των δύο φύλων. Μήπως, όμως, το ένα από τα δύο φύλα σκέφτεται περισσότερο από το άλλο τον εαυτό του, όταν επιθυμεί και όταν αποκτήσει έναν σύντροφο; Θα επικαλεστώ, εν προκειμένω, τη μορφή που παίρνει η ανδρική επιθυμία, η οποία εκδηλώνεται ως ανάγκη για το θηλυκό, σε αντίθεση με την επιθυμία του θηλυκού, που είναι ή εμφανίζεται περισσότερο συγκρατημένη. Αυτό στη φάση της επιδίωξης της σχέσης. Όταν αυτή καταστεί γεγονός, τα συναισθήματα αλλάζουν ή ανταλλάσσονται. Η ανδρική επιθυμία για τη σχέση σχετικοποιείται, επειδή εκτονώνεται, ενώ η αντίστοιχη της γυναίκας εντείνεται. Η αλλαγή από την πλευρά του άνδρα, εκλαμβάνεται από τη γυναίκα ως μη επαρκές ή μειωμένο ή καθόλου ενδιαφέρον. Φαίνεται επομένως, εν προκειμένω, ο άνδρας να επιλέγει την επιστροφή στον εαυτό του, ενώ η γυναίκα όχι.
Είναι, όμως, στην πραγματικότητα έτσι; Αν ανοίξουμε το πλάνο, και δούμε καλύτερα τις λεπτομέρειες, δεν είναι. Η γυναίκα αντιδρά στην αλλαγή του ενδιαφέροντος του άνδρα, γιατί η ίδια συνεχίζει να ενδιαφέρεται για τον εαυτό της εξίσου. Για την ακρίβεια, η αυτοαναφορά της δεν αλλάζει ποτέ, και η επιφυλακτικότητά της απέναντι στο άλλο φύλο, πριν συνάψει σχέση μαζί του, αφορά σ’ ένα αίσθημα που επιβεβαιώνεται, ότι ο άνδρας δεν αντιλαμβάνεται τι ακριβώς σημαίνει η ελκυστικότητα που εκπέμπει μια γυναίκα. Μια γυναίκα είναι ή γίνεται ελκυστική, επειδή αρέσει πρώτα στην ίδια να αρέσει στον εαυτό της. Αυτό δεν λαμβάνει υπόψη του ο άνδρας. Εκεί οφείλεται και η σύγκρουση ανάμεσά τους. Ο άνδρας θέλει τη γυναίκα γι’ αυτό που φαίνεται, ενώ η γυναίκα θέλει τον άνδρα για να επιβεβαιώνει αυτό που η ίδια ξέρει για τον εαυτό της, και ζητάει από τον άνδρα που επιλέγει να της το επιβεβαιώνει.
Πόσο είναι εύκολο, όμως, ένας άνδρας να θέλει μια γυναίκα όπως εκείνη θέλει τον εαυτό της; Αυτό είναι δύσκολο, αν όντως τα φύλα έχουν διαφορά. Γιατί, αν έχουν διαφορά, είναι δύσκολο το ένα φύλο να καταλάβει το άλλο. Κι ίσως είναι αυτό, τελικά, μια απόδειξη ότι τα φύλα διαφέρουν. Στο ζήτημα που μας απασχολεί, όμως, θα ήταν εύλογη η απορία. Δεν συμβαίνει και με τον άνδρα το ίδιο; Δεν αυτοαναφέρεται δηλαδή κι ένας άνδρας με τον ίδιο τρόπο; Πρωτογενώς θεωρώ όχι. Γιατί ένας άνδρας δεν θέλει πρωτογενώς τον εαυτό του. Πρωτογενώς θέλει μια γυναίκα, για να επιβεβαιώσει ότι μπορεί να θέλει. Αυτό το καταλαβαίνουν οι άνδρες, μάλιστα, σε ηλικίες που δεν θέλουν και τόσο. Περισσότερο μάλιστα τους ενοχλεί να μην θέλουν οι ίδιοι, παρά να θέλουν και να μην τους θέλουν. Όχι, θεωρώ, η γυναίκα. Η γυναίκα δεν έχει πρόβλημα να αποδείξει στον εαυτό της ότι μπορεί να θέλει. Αυτό είναι αυτονόητο γι' αυτήν. Αισθάνεται επίσης ότι τη θέλουν. Αλλά αυτό έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Σημαντικό γι' αυτήν είναι να τη θελήσει εκείνος που θα της άρεσε να της επιβεβαιώσει την εικόνα που έχει η ίδια για τον εαυτό της, και με την οποία χαίρεται ούτως ή άλλως.
Ο εμφύλιος των φύλων, εν πολλοίς, εγκυμονείται από την αυτάρκεια του θηλυκού. Η καχυποψία αναλαμβάνει τα υπόλοιπα. Αν ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι να επιδείξει κι άλλα επιτεύγματα, ένα από τα σημαντικότερα θα ήταν η ειλικρίνεια στη σκέψη για τα φύλα. Κι αυτή θα ήταν μια συναρπαστική σκέψη, η συναρπαστικότερη ίσως που μπορεί ο άνθρωπος να κάνει για τον εαυτό του...
                                                                                  Ι.Σ. Χριστοδούλου
(Ομιλία στην εκδήλωση του Ομίλου Φιλοσοφικής Αγωγής για τα δύο φύλα, στις 25 Φεβρουαρίου 2011.)

Σχόλια

  1. Μπορεί τελικά να έχεις δίκιο για την αυτοαναφορά της γυναικείας φύσης και ματαιοδοξίας. Όντως οι γυναίκες είμαστε πιο αυτάρκεις, ακόμη κι όταν φαινόμαστε πιο αδύναμες, πιο συναισθηματικές, πιο επιρρεπείς στην υστερία ή την υπερβολή. Ή ίσως επειδή είμαστε όλα αυτά, εκτονώνουμε την ανάγκη μας και ανασυγκροτούμαστε ευκολότερα ξεπερνώντας έναν άντρα ενώ ο ίδιος δεν μπορεί να ξεπεράσει την ανάγκη του να τον χρειάζονται. Βέβαια αυτά όλα είναι γενικολογίες και δεν σημαίνει ότι ισχύουν πάντα και για όλους

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εύη Ζορπίδου, "Mια φιλοσοφική αυτοβιογραφία ή νέος λόγος περί μεθόδου (Ι. Χριστοδούλου, "Φιλοσοφία είναι…")"